ῥαιστηροκοπία

ῥαιστηροκοπία
ῥαισ-τηροκοπία, ,
A working with a hammer, Ph.Byz.Mir.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραιστηροκοπία — ἡ, Α το να εργάζεται κανείς χρησιμοποιώντας τη σφύρα, το σφυρί· [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιστήρ «σφύρα» + κοπία (< κόπος < κόπτω)] …   Dictionary of Greek

  • ῥαιστηροκοπίαν — ῥαιστηροκοπίᾱν , ῥαιστηροκοπία working with a hammer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”